συλληπτικά

συλληπτικά
συλληπτικός
collective
neut nom/voc/acc pl
συλληπτικά̱ , συλληπτικός
collective
fem nom/voc/acc dual
συλληπτικά̱ , συλληπτικός
collective
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλληπτικός — ή, όν, ΜΑ [συλλαμβάνω] 1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.) 2. περιεκτικός 3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη τού εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”